- λοιδορήσεται
- λοιδορέωabuseaor subj mid 3rd sg (epic)λοιδορέωabusefut ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λοιδορήσετ' — λοιδορήσετε , λοιδορέω abuse aor subj act 2nd pl (epic) λοιδορήσετε , λοιδορέω abuse fut ind act 2nd pl λοιδορήσεται , λοιδορέω abuse aor subj mid 3rd sg (epic) λοιδορήσεται , λοιδορέω abuse fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορώ — (Α λοιδορῶ, έω) υβρίζω, κακολογώ, σκώπτω, χλευάζω («τὸν ἀρχιερέα τοῡ Θεοῡ λοιδορεῑς», ΚΔ) αρχ. 1. επιπλήττω, επιτιμώ 2. μέσ. λοιδοροῡμαι, έομαι α) (με ενεργ. σημ.) κακολογώ, υβρίζω («μεθύων τε ταῑς πόρναισι λοιδορήσεται», Αριστοφ.) β) (ως… … Dictionary of Greek